κοινοποιός

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοποιός Medium diacritics: κοινοποιός Low diacritics: κοινοποιός Capitals: ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: koinopoiós Transliteration B: koinopoios Transliteration C: koinopoios Beta Code: koinopoio/s

English (LSJ)

κοινοποιόν, creating community, Dam.Pr.36.

Greek Monolingual

κοινοποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί κοινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. κακοποιός, υποδηματοποιός.