κοινοποιός
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
κοινοποιόν, creating community, Dam.Pr.36.
Greek Monolingual
κοινοποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί κοινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. κακοποιός, υποδηματοποιός.