κοινοπορφυρούς
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
κοινοπορφυροῦς, -οῦν (Α)
αυτός που έχει χρωματιστεί με πορφυρό χρώμα κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πορφυροῦς (πρβλ. περιπορφυρούς, ροδινοπορφυρούς)].