κοινοπορφυρούς

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

κοινοπορφυροῦς, -οῦν (Α)
αυτός που έχει χρωματιστεί με πορφυρό χρώμα κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πορφυροῦς (πρβλ. περιπορφυρούς, ροδινοπορφυρούς)].