κοινοπορφυρούς

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

κοινοπορφυροῦς, -οῦν (Α)
αυτός που έχει χρωματιστεί με πορφυρό χρώμα κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πορφυροῦς (πρβλ. περιπορφυρούς, ροδινοπορφυρούς)].