κοκκοβαφία
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ἡ, scarlet raiment, Id.VA4.21.
Greek Monolingual
κοκκοβαφία, ἡ (Α) κοκκοβαφής
το να βάφει κανείς κάτι κόκκινο.