κοκκοβαφής
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
κοκκοβαφές, scarlet-dyed, scarlet, Thphr. HP 3.7.5, Ael.NA17.38, Philostr.Im.2.5.
German (Pape)
[Seite 1471] ές, = κοκκινοβαφής; Theophr.; Ael. H. A. 17, 38 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint en rouge écarlate.
Étymologie: κόκκος, βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος κόκκινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3, 7, 5, Αἰλ. π. Ζ. 17. 38, Φιλόστρ.· -βαφία, ἡ, Φιλόστρ. 159 (κοινῶς: κροκοβ-).
Greek Monolingual
κοκκοβαφής, -ές (AM)
κοκκινοβαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμοβαφής, οινοβαφής].