κομποθήλυκον

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

κομποθήλυκον, τὸ (Μ)
1. κούμπωμα, θηλυκωτήρι
2. στον πληθ. τὰ κομποθήλυκα
α) δακτυλιόσχημες υποδοχές για το κουμπί ή για άλλο όργανο συνδέσεως
β) οι λινές ή βαμβακερές ταινίες, φιτίλια που τοποθετούσαν πάνω σε πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) + θηλύκι «κουμπότρυπα - θηλυκωτήρας»].