κομπολακώ

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

κομπολακῶ, -έω (Α)
μιλώ με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λακῶ (δωρ. τ. του ληκῶ) «ηχώ»].