κονάκι

Greek Monolingual

το (Μ κονάκι[ν])
1. κατάλυμα, κατοικία
2. φρ. «κάνω κονάκι» — καταλύω, σταθμεύω
νεοελλ.
1. το κτηριακό συγκρότημα του ιδιοκτήτη σ' ένα τσιφλίκι
2. (στην Τουρκία) διοικητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. konak].