κονδυλοειδής

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλοειδής Medium diacritics: κονδυλοειδής Low diacritics: κονδυλοειδής Capitals: ΚΟΝΔΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kondyloeidḗs Transliteration B: kondyloeidēs Transliteration C: kondyloeidis Beta Code: konduloeidh/s

English (LSJ)

κονδυλοειδές, = κονδυλώδης, ἐξοχαί Ruf.Oss. 15.

Greek Monolingual

-ές (Α κονδυλοειδής, -ες)
αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + -είδης].