κοντάκι

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

και κοντάκιο, το στρατ. το οπίσθιο ξύλινο τμήμα τών φορητών όπλων πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνταξ, -α-κ-ος «κοντάρι» + υποκορ. κατάλ. -ι(ον)].