κοντάκιο

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

το (Μ κοντάκιον)
1. μικρό ξύλινο ραβδί
2. (λειτουργ.) το ειλητάριο που περιέχει τη θεία λειτουργία
3. (υμνογρ.) υμνογραφικό είδος της εκκλησιαστικής ποίησης που αναπτύχθηκε κατά τον 6ο και 7ο αιώνα και το οποίο αποτελείται από το προοίμιο και από αρκετά τροπάρια που λέγονται οίκοι, χαρακτηρίζεται ως λυρικό εγκώμιο με διδακτικό σκοπό και περιέχει το ιστορικό εγκώμιο του εορταζόμενου αγίου
νεοελλ.
το κοντάκι τών όπλων
μσν.
1. μικρό κυλινδρικό ξύλο γύρω από το οποίο τυλιγόταν ο πάπυρος επίσημου εγγράφου
2. το ίδιο το περιτυλιγμένο έγγραφο
3. τμήμα βιβλίου που υποδιαιρείται σε κεφάλαια
4. δοκίμιο, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνταξ, -α-κ-ος «κοντάρι» + υποκορ. κατάλ. -ιον. Η σημ. «εκκλησιαστικό άσμα» από το ξύλο στο οποίο τύλιγαν τον πάπυρο με το κείμενο].