κοντοκυνηγέσιον
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
τό, wild-beast hunt with pikes, IGRom.4.1632.7 (Philadelphia).
Greek (Liddell-Scott)
κοντοκῠνηγέσιον: τό, (ἀντὶ κονταρο-, ἴδε κοντάριον), συμπλοκὴ μονομάχου ὡπλισμένου διὰ κονταρίου ἢ δόρατος, Συλ. Ἐπιγρ. 3422. 6.
Greek Monolingual
κοντοκυνηγέσιον, τὸ (Μ)
επιγρ. κυνήγι άγριων ζώων με κοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + κυνηγέσιον «κυνήγι»].