κοπρανώδης

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που μοιάζει με κόπρανα ή που περιέχει κόπρανα
2. φρ. «κοπρανώδεις έμετοι» — οι έμετοι που επέρχονται κατά τα τελικά στάδια της εντερικής αποφράξεως και οι οποίοι έχουν οσμή κοπράνων, επειδή αποτελούν αναγωγή κοπρανώδους περιεχομένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρανα, τα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].