Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
κοπρηρός, -ά, -ον (M)κόπρειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα -ηρός (πρβλ. ετνηρός, οσμηρός)].