κοπρογέννητος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

κοπρογέννητος, -ον (Μ)
κοπρογενήςκοπρογέννητος κάνθαρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γέννητος (< γεννῶ)].