κορυνώδης
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
κορυνῶδες, knobby, Thphr. HP 6.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνώδης: -ες, (εἶδος) = κορυνιόεις, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 4, 2.
Greek Monolingual
κορυνώδης, -ῶδες (Α)
1. όμοιος με κορύνη, κορυνοειδής
2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυνῶδες
ὀζῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -ώδης].
German (Pape)
ες, = κορυνιόεις, Theophr.