κορυνώδης

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνώδης Medium diacritics: κορυνώδης Low diacritics: κορυνώδης Capitals: ΚΟΡΥΝΩΔΗΣ
Transliteration A: korynṓdēs Transliteration B: korynōdēs Transliteration C: korynodis Beta Code: korunw/dhs

English (LSJ)

κορυνῶδες, knobby, Thphr. HP 6.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνώδης: -ες, (εἶδος) = κορυνιόεις, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 4, 2.

Greek Monolingual

κορυνώδης, -ῶδες (Α)
1. όμοιος με κορύνη, κορυνοειδής
2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυνῶδες
ὀζῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -ώδης].

German (Pape)

ες, = κορυνιόεις, Theophr.