κορφοστεφανώνω

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

περιβάλλω το κεφάλι κάποιου με στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + στεφανώνω].