κουβεντούλα

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η
(υποκορ. του κουβέντα)
1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση
ή λέξη με λίγες συλλαβές
2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα.