κουβεντούλα

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η
(υποκορ. του κουβέντα)
1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση
ή λέξη με λίγες συλλαβές
2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα.