κουνιάδος
From LSJ
Greek Monolingual
και κονιάδος, ο, θηλ. κουνιάδα
1. αδελφός ή αδελφή του ή της συζύγου, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, ανδραδέλφη ή γυναικαδέλφη
2. ο σύζυγος της αδελφής, γαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cognado < ιταλ. cognato < λατ. cognatus «συγγενής»].