κουράρω

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

παρακολουθώ και φροντίζω ασθενή, εφαρμόζω θεραπευτική αγωγή, νοσηλεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. curare < ιταλ. cura «κούρα, φροντίδα»].