κουρζέτο

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

και κρουζέτο, το, και κουρζέτα, η
υδρορρόη ή και απλό έλασμα υδρορρόης καταστρώματος στην πλευρά του πλοίου.