κουρσάρος

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος)
1. πειρατής, ληστής
2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus «κούρσα, κούρσος» + -arius].