κοχενίλλη

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στα κοκκοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cochenille < ισπ. cochinilla].