κοψόχορτο

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
το φυτό καλαμίνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + χόρτο].