κούντρος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κατηγορία ιστίων πλοίου (α. «μεγάλος κούντρος» — σίπαρος
β. «πλωριός κούντρος» — σιπάριο).