σίπαρος

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, auch σίφαρος, lat. supparum, τὸ ἱστίον τὸ ἐν τῇ πρύμνῃ κρεμάμενον, bei Arr. Epict. 3, 2, σιπάρους ἐπαίρειν, das lat. suppara summis velis annectere, alle Segel beisetzen, sich mit allen Segeln in die Flucht begeben.

Greek Monolingual

ο, Ν
ναυτ. το ελαφρό τετράγωνο πανί που βρίσκεται πάνω από τον φώσωνα, τον παπαφίγγο, κν. κούντρος ή κοντραπαπαφίγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. supparus, -i / supparum, -i / siparum, -i «οθόνη, ιστίο» (< supo / sipo «ρίχνω, απλώνω, σκορπίζω»)].