κρίτρο

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα κρίτρα
αμοιβή τών μελών της κριτικής επιτροπής διαγωνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + κατάλ. -τρο/-τρα (πρβλ.) ασφάλισ-τρα, δίδακ-τρα)].