κραβατάλιον

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

κραβατάλιον, τὸ (Α)
το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράβατος + κατάλ. -άλιον].