εμβαίνω

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμβαίνω)
μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι
αρχ.
1. εμποδίζω, παρεμβαίνω
2. προχωρώ γρήγορα
3. επιβιβάζομαι σε πλοίο
4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι
5. πατώ πάνω σε κάτι
6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.)
7. πατώ ακροποδητί
8. ασχολούμαι
9. περιπλέκομαι, ανακατεύομαι χωρίς τη θέληση μου
10. περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου
11. πατώ, βάζω το πόδι μου
12. επιδίδομαι σε κάτι
13. είμαι στερεωμένος, δεμένος
14. εισάγω
15. εμβατεύω
16. εκτελώ ρυθμικούς βηματισμούς, χορεύω.