εμβαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
(AM ἐμβαίνω)
μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι
αρχ.
1. εμποδίζω, παρεμβαίνω
2. προχωρώ γρήγορα
3. επιβιβάζομαι σε πλοίο
4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι
5. πατώ πάνω σε κάτι
6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.)
7. πατώ ακροποδητί
8. ασχολούμαι
9. περιπλέκομαι, ανακατεύομαι χωρίς τη θέληση μου
10. περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου
11. πατώ, βάζω το πόδι μου
12. επιδίδομαι σε κάτι
13. είμαι στερεωμένος, δεμένος
14. εισάγω
15. εμβατεύω
16. εκτελώ ρυθμικούς βηματισμούς, χορεύω.