Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιοθρυψία

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνθλιψη της κεφαλής νεκρού εμβρύου για εξαγωγή του από τη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioclasie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -clasie (< κλάσις < κλώ «σπάζω»). Το β' συνθετικό αποδόθηκε στην ελλ. με το -θρυψία (< -θρυπτος < θρύπτω)].