κρανοειδής

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει σχήμα κράνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ειδής (< εἶδος)].