κρασοβάρελο

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

το
1. το βαρέλι όπου φυλάγεται το κρασί
2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής.