κρασοβάρελο

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

το
1. το βαρέλι όπου φυλάγεται το κρασί
2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής.