κρασοποτίζω

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

1. δίνω σε κάποιον να πιει κρασί, κερνώ κρασί
2. αναγκάζω κάποιον να πιει κρασί, τον κάνω να πιει κρασί.