κερνώ

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

και -άω (ΑΜ κερνῶ, -όω, Μ και κερνῶ, -άω)
προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια»)
νεοελλ.
παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» — γι' αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα
β) «κέρνα, παπαδιά, κι ας είν' και ξίδι» — γι' αυτούς που δέχονται από φίλους ακόμη και τα δυσάρεστα
γ) «κερνάς, χάνεις
χρωστάς, πλερώνεις» — για τους άσωτους
νεοελλ.-μσν.
γεμίζω τα ποτήρια με ποτό και προσφέρω
μσν.-αρχ.
αναμιγνύω κρασί με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρνώ με τροπή του i σε e (πρβλ. κηρός -κερί)].