κρειττούμαι

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

κρειττοῦμαι, -όομαι (Α) κρείττων
(για την άμπελο) αναπτύσσω παρά φύση υπέρμετρη βλάστηση.