κρικόω
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
German (Pape)
[Seite 1509] zum Ringe, Kreise machen, Sp. Aber αἱ γυναῖκες κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ ist = sie haben einen kupfernen Ring durch die Lippe gezogen, Strab. XVII, 822.