οδίτης

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁδίτης, Α δωρ. τ. ὁδίτας)
οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημίτης)].