ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
[Seite 1512] ες, zwiebelähnlich, Diosc.
κρομμυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρόμμυον, Διοσκ. 4. 151.
-ες κρόμμυονκρομμυοειδής.