κρομμυώδης

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

German (Pape)

[Seite 1512] ες, zwiebelähnlich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κρομμυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρόμμυον, Διοσκ. 4. 151.

Greek Monolingual

-ες κρόμμυον
κρομμυοειδής.