ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
κρονεῖον, τὸ (Α)ναός του θεού Κρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + επίθημα -εῖον (πρβλ. Μουσείον, Πυθείον)].