κρυφτό

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

το
είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφτός + κατάλ. -ούλι (πρβλ. φασούλι, χερούλι)].