κτηνοτροφή

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

η
συν. στον πληθ. οι κτηνοτροφές
φυσικές ή τεχνητές τροφές που παρασκευάζονται με κατάλληλες προσμίξεις και συνθέσεις ώστε να εξασφαλίζουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διατροφή τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + τροφή.