Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυαναύλαξ

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

κυαναύλαξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
(για χώρα) αυτή που έχει σκοτεινά αυλάκια, σκούρο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αὔλαξ].