κυκλοπληγία

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

η
ιατρ. παράλυση του ακτινωτού μυός που εκδηλώνεται με αδυναμία προσαρμογής του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycloplegia < cycl(o)- (< κύκλος) + -plegia (< -πληγία < πληγή)].