κυματότροφος

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

κυματότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται από τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ασπιδότροφος, γλαγότροφος. Βλ. και κυματοτρόφος].

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτότροφος: питающийся морской добычей (Eur. - v. l. κυματοφθόρος).

German (Pape)

[ῡ], in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für κυματοφθόρος.