κυμινάτον

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek Monolingual

κυμινᾱτον, τὸ (Α) κύμινο
1. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κύμινο ή περιείχε κύμινο
2. είδος φαγητού που περιείχε κύμινο.