κυμινάτον

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

κυμινᾱτον, τὸ (Α) κύμινο
1. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κύμινο ή περιείχε κύμινο
2. είδος φαγητού που περιείχε κύμινο.