κυπαιρίσκος

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, dor. = κύπειρος od. κυπαρί. σκος, Alcm. bei Hephaest. p. 76.

Greek Monolingual

κυπαιρίσκος, ὁ (Α) κύπαιρος
υποκορ. του κύπαιρος.