κωμωδόγελως

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

κωμῳδόγελως, -έλωτος, ό (Α)
κωμωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + γέλως.