κωνοτομώ

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

κωνοτομῶ, -έω (Α)
κατασκευάζω κάτι με κωνικές τομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνο-ς + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. καρατομώ, υλοτομώ].