κωνοτομώ

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

κωνοτομῶ, -έω (Α)
κατασκευάζω κάτι με κωνικές τομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνο-ς + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. καρατομώ, υλοτομώ].