καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
κωνοτομῶ, -έω (Α)κατασκευάζω κάτι με κωνικές τομές.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνο-ς + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. καρατομώ, υλοτομώ].