κωρυκώδης

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωρῠκώδης Medium diacritics: κωρυκώδης Low diacritics: κωρυκώδης Capitals: ΚΩΡΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: kōrykṓdēs Transliteration B: kōrykōdēs Transliteration C: korykodis Beta Code: kwrukw/dhs

English (LSJ)

κωρυκῶδες, like a sack, Thphr. HP 3.15.4.

German (Pape)

[Seite 1547] ες, sack-, beutelförmig, Theophr. κοῖλα.

Greek (Liddell-Scott)

κωρυκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κώρυκον, δηλ. σάκκον ἢ πήραν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4.

Greek Monolingual

κωρυκώδης, -ῶδες κώρυκος
αυτός που μοιάζει κατά το σχήμα με δερμάτινο σάκο.