κωρυκώδης
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
English (LSJ)
κωρυκῶδες, like a sack, Thphr. HP 3.15.4.
German (Pape)
[Seite 1547] ες, sack-, beutelförmig, Theophr. κοῖλα.
Greek (Liddell-Scott)
κωρυκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κώρυκον, δηλ. σάκκον ἢ πήραν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4.
Greek Monolingual
κωρυκώδης, -ῶδες κώρυκος
αυτός που μοιάζει κατά το σχήμα με δερμάτινο σάκο.