κόρυμβα

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. κόρυμβος.

Russian (Dvoretsky)

κόρυμβα: τά pl. к κόρυμβος.