κώθωνας

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source

Greek Monolingual

ο (Α κώθων, -ωνος)
μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών
αρχ.
1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες
2. συμπόσιο, ευωχία
3. κῶθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τα κύαθος, κηθίς. Το θ. της λ. εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Κώθων, Κωθωνίας].